κακομιλώ

κακομιλώ
-έω και -άω
1. μιλώ σε κάποιον με άσχημο τρόπο, απευθύνω σκληρούς λόγους
2. μιλώ με ατέλειες, με λάθη, εσφαλμένα («κακομιλεί τα αγγλικά»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κακομιλώ — και κακομιλάω κακομίλησα, μιλώ άσχημα ή λαθεμένα: Γιατί του κακομίλησες του φοιτητή; …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κακ(ο)- — (AM κακ[ο] ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. κακο μούτσουνος, κακο ντυμένος) με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”